Βάζα

Βάζα
(Vasa, πολων. Waza). Σουηδική οικογένεια, βασιλική δυναστεία της Σουηδίας (1523-1654) και της Πολωνίας (1587-1668). Η οικογένεια έγινε γνωστή τον 14o αι. με τον Νιλς Κέτλσον και τάχτηκε τον επόμενο αιώνα με το μέρος του αντιδανικού αριστοκρατικού κόμματος. Ο Γουσταύος Β. (1496-1560), γιος του Έρικ, βοήθησε τον Στεν Στούρε Β’ στον πόλεμο κατά των Δανών, στη διάρκεια του οποίου συνελήφθη από προδοσία του Χριστιανού Β’ (1518). Κατόρθωσε να δραπετεύσει τον επόμενο χρόνο και, αφού τέθηκε επικεφαλής του λαϊκού κόμματος, νίκησε τους Δανούς, ειρήνευσε τη χώρα και φόρεσε το βασιλικό στέμμα (1523). Αφού ασπάστηκε τον λουθηρανισμό, δήμευσε την περιουσία του κλήρου και τη μοίρασε. Κατόρθωσε να καταστείλει το 1542 μια εξέγερση χωρικών και καθολικών που είχε αρχηγό τον Νιλς Ντάκε, και καθιέρωσε με διάταγμα την κληρονομικότητα του βασιλικού τίτλου για την οικογένειά του. Τον διαδέχτηκαν ο γιος του Έρικ ΙΔ’, τον οποίο εκθρόνισαν οι αδελφοί του το 1568 και τον δηλητηρίασαν το 1577, ο Ιωάννης Γ’ (1568-92), αδελφός του προηγούμενου που έγινε καθολικός υπό την επίδραση της συζύγου του Κατερίνας Γιάγκελον, ο Κάρολος Θ’ ο Μέγας (1604-11), αδελφός του Ιωάννη, ο οποίος σφετερίστηκε τον θρόνο από τον ανιψιό του Σιγισμούνδο, βασιλιά της Πολωνίας, και ανακήρυξε τον λουθηρανισμό μόνη θρησκεία του κράτους, ο Γουσταύος Β’ Αδόλφος (1611-32), γιος του Καρόλου Θ’, που σημείωσε αρκετές νίκες στον Τριακονταετή πόλεμο και σκοτώθηκε στη μάχη του Λίτσεν, η Χριστίνια (1632-54), κόρη του προηγούμενου και τελευταία της δυναστείας, η οποία, αφού έγινε καθολική, παραιτήθηκε από τον θρόνο υπέρ του εξαδέλφου της Καρόλου Γ’ του Τσβάιμπρικεν. Ο Σιγισμούνδος, γιος του Ιωάννη Γ’, εξελέγη το 1587 βασιλιάς της Πολωνίας, αρχίζοντας τον κλάδο των Β. της Πολωνίας, στον οποίο ανήκαν οι γιοι του Λαδίσλαος Δ’ (1632-48), που υπήρξε και κατ’ όνομα τσάρος της Ρωσίας, και Ιωάννης Καζιμίρ, που παραιτήθηκε από τον θρόνο το 1668 και πέθανε μετά από τέσσερα χρόνια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βάζα — (baza). Γένος ιερακόμορφων πουλιών της οικογένειας των ιερακιδών. Ζουν σε διάφορες περιοχές της Αφρικής (Τανζανία, Μαδαγασκάρη) και της Ασίας (Ινδία, Ινδονησία, Σρι Λάνκα). Το μέγεθός τους είναι όσο περίπου και ενός περιστεριού. Έχουν γαμψό… …   Dictionary of Greek

  • Γουσταύος — (Gustaf).Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος των βασιλιάδων της Σουηδίας Γκούσταφ. 1. Γ. A’ Έριξον Βάζα (Λίντχολμ 1495 – Στοκχόλμη 1560). Παραδόθηκε ως όμηρος στον Χριστιανό B’ της Δανίας κατά τη διάρκεια των αγώνων της χώρας του εναντίον του… …   Dictionary of Greek

  • ικεμπάνα — Ιαπωνική τέχνη διατήρησης των λουλουδιών, μέσω ενός ειδικού συστήματος τοποθέτησής τους σε βάζα. Ο όρος σχηματίζεται από τις ιαπωνικές λέξεις ίκε ρου (= ζω, διατηρώ ζωντανό) και μπάνα (= λουλούδι). Οι πρώτες αρχές της ι. ανάγονται στον 6o αι. μ.Χ …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • αναλύω — (Α ἀναλύω) 1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία 2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.) 3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ 4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.) 5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό …   Dictionary of Greek

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • κινεζικός — ή, ό και κινέζικος, η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κινέζους ή στην Κίνα ή αυτός που προέρχεται απ αυτήν, σινικός (α. «κινεζικά βάζα» β. «κινεζικό εστιατόριο») 2. φρ. «αυτά μού φαίνονται Κινέζικα» δεν μπορώ να καταλάβω τίποτε απ αυτά… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • μαργαρίτα — Κοινή ονομασία πολλών άγριων ή καλλιεργούμενων φυτών που ανήκουν στην οικογένεια των συνθέτων (compositae) και έχουν άνθη κατά κεφάλια, με εμφανή ακτινοειδή στεφάνη. Σε πολλές περιπτώσεις, οι μ. φέρουν δύο ειδών άνθη: τα πρώτα έχουν ακτινωτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”